Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε που άφησα το δημοτικό σχολείο.
Κάποια στοιχεία έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Δε θα ξεχάσω ΠΟΤΕ το ξύλο που έτρωγα τόσο εγώ όσο και οι συμμαθητές μου στη τάξη από το δάσκαλο – γιατί απλά μιλούσαμε πομακικά, τη γλώσσα των γονιών και των παππούδων μας.
Πριν τριάντα σχεδόν χρόνια, κάποιοι αρμόδιοι έστειλαν στο χωριό μας έναν μουσουλμάνο δάσκαλο. Αυτός ο δάσκαλος έγινε δεκτός από τους κατοίκους του χωριού με πολλή επιφύλαξη. Και αυτό γιατί δεν τον καταλαβαίναμε, μόνον όσοι γνώριζαν τα τουρκικά μπορούσαν να συνεννοηθούν μαζί του.
Όταν διορίστηκε λοιπόν αυτός ο δάσκαλος στο χωριό μας, έτυχε να ξεκινάω κι εγώ τα πρώτα μαθητικά μου βήματα. Θυμάμαι τ’ άγουρα εκείνα χρόνια όταν μ’ έστελναν οι γονείς μας στο σχολείο κάθε πρωί μαζί με την αδερφή μου.
Όμως εδώ θέλω να μοιραστώ μαζί σας και ένα ακόμη οδυνηρό παράπονο. Κι αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι όταν οι γονείς μας έστελναν στο σχολείο του χωριού, όλα τα παιδιά μιλούσαμε Πομακικά, τη μητρική μας γλώσσα, που την μαθαίναμε κι από τα παραμύθια της γιαγιάς μας. Ο δάσκαλος του χωριού δεν μας επέτρεπε να μιλάμε τη γλώσσα μας. Επέμενε να μας διδάσκει μια ξένη γλώσσα, την τούρκικη. Όταν πήγαμε εμείς σχολείο, δεν ξέραμε ΟΥΤΕ μία λέξη τούρκικη. Κάθε φορά που ακουγόταν λέξη Πομακική, ο δάσκαλος θύμωνε και μας φόβιζε με διάφορους τρόπους για να μη συνεχίσουμε.
Μας μιλούσε συνέχεια στα τουρκικά κι επέμενε ν’ αλλάξουμε τη γλώσσα μας και να μιλάμε μόνο τα τουρκικά που αυτός μας μάθαινε. Στο θέμα της γλώσσας μας κυνηγούσε στα διαλείμματα ακόμη και στο προαύλιο του σχολείου -ούτε ν’ ακούσει λέξη πομακική. Όταν ξεχνιόμασταν τα παιδιά στην τάξη και μιλούσαμε πομακικά μεταξύ μας και μας άκουγε, μας σήκωνε όρθιους και μας τιμωρούσε με τη βέργα αυστηρά. Τα άκρα από τα δάχτυλά μας πρήζονταν από τα χτυπήματα της βέργας που μας κτύπαγε δυνατά.
Δεν ξέρω που πονούσαμε περισσότερο, στα χέρια ή στην ψυχή, με το ξύλο που μας έδινε για να μάθουμε τα τουρκικά με το ζόρι.
Την στενοχώρια μας την έβλεπαν οι δύσμοιροι γονείς μας αλλά φοβούνταν ν’ αντιδράσουν. Αλλά κι αυτοί μιλούσαν μόνον πομακικά– πώς να τα βάλουν λοιπόν με τον «μορφωμένο» δάσκαλο του χωριού που μιλούσε τούρκικα. Θυμάμαι κάποια βράδια, καθισμένοι στο πάτωμα του σαλονιού, τη μητέρα μας να κλαίει μπροστά στον πατέρα γι’ αυτό το θέμα. Δεν ήθελε να μας ξαναστείλει σχολείο. Ο πατέρας, ανίσχυρος ν’ αντιδράσει, είτε από άγνοια, ανασφάλεια, από φόβο ή όλα μαζί, είπε πως πρέπει να συνεχίσουμε το σχολείο για να μην «έχουμε συνέπειες».
Κι έτσι συνέχισε η βίαιη μάθηση μια ξένης γλώσσας. Μέχρι που φτάσαμε μια μέρα να μεγαλώσουμε και κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε την μητρική μας γλώσσα, τα πομακικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου