Kοντεύει να περάσει ολάκερος αιώνας από τότε, (98, για την ακρίβεια χρόνια) όταν τέτοιες μέρες έπεφτε μαχόμενος στην πρώτη γραμμή ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, αντίκρυ από τα Γιάννενα στο ύψωμα του Δρίσκου, στην ομώνυμη ελληνοτουρκική μάχη των βαλκανικών πολέμων.
Είμαστε στα 1912 και οι Έλληνες προσπαθούν ενωμένοι να κάνουν τα εθνικά τους όνειρα πραγματικότητα. Ήδη το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας έχει ελευθερωθεί, το ίδιο και η Χίος, ενώ στο δυτικό μέτωπο οι μάχες μαίνονται άγριες και φονικές για την απελευθέρωση της θρυλικής πρωτεύουσας της Ηπείρου.
Ήταν 26 του Νοέμβρη, όταν το ελληνικό εθελοντικό σώμα υπό την αρχηγία του Αλέξανδρου Ρώμα κατέλαβε το Δρίσκο, ανατολικά της πόλης των Γιαννίνων, απωθώντας τους Τούρκους μέχρι τις ανατολικές όχθες της λίμνης. Μαζί με τους ερυθροχίτωνες Γαριβαλδινούς, τους Κρήτες, τους Μανιάτες και το συνταγματάρχη Ματθαιόπουλο με την πυροβολαρχία του, βρίσκεται και ο Ιθακήσιος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, εθελοντής με το βαθμό του λοχαγού παρά τα 53 του χρόνια!
Σαν σήμερα, πριν 98 χρόνια, στις 28 Νοεμβρίου οι Τούρκοι εξαπολύουν σφοδρή επίθεση κατά των Ελλήνων που κατέχουν το ύψωμα του Δρίσκου. Ο Μαβίλης μάχεται ηρωικά στην πρώτη γραμμή επικεφαλής των στρατιωτών του που αποδεκατίζονται από τα εχθρικά βόλια…
Κάποια στιγμή μια σφαίρα του τρυπά τα δυο του μάγουλα σπάζοντάς του και αρκετά δόντια. Και ενώ αιμόφυρτος μεταφέρεται στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής που λειτουργούσε το προσωρινό νοσοκομείο για να του παρασχεθούν οι όποιες βοήθειες, μια άλλη σφαίρα τον βρίσκει στο στόμα. Κείνη την ώρα έφτανε στο χειρουργείο και ο αρχηγός, ο Αλέξανδρος Ρώμας. «Σε συγχαίρω απ’ την καρδιά μου», του είπε και κείνος επιστρατεύοντας τις στερνές του δυνάμεις στάθηκε όρθιος και έπιασε το χέρι του αρχηγού. Το αίμα που έτρεχε στο λαιμό του πάγωνε και του δυσκόλευε την αναπνοή. Μη μπορώντας να μιλήσει με νοήματα τους ζήτησε χαρτί για να γράψει, αλλά δεν πρόφτασε… Ο παπά Φώτης του κλείνει τα μάτια και ο μόνος παρών εκείνη τη στιγμή στρατιωτικός, ο Πιπίνος Γαριβάλδης στέκεται προσοχή και τον χαιρετάει, ενώ οι άλλοι που βρίσκονται εκεί σταυροκοπιούνται… ο Μαβίλης είναι πλέον νεκρός στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής ξαπλωμένος σκεπασμένος με τον ματωμένο μανδύα του… Έχει ήδη περάσει στην αιωνιότητα έχοντας κερδίσει τρία αθάνατα δώρα: Ένδοξο θάνατο, αθανασία και ελευθερία. Όπως επιθυμούσε…
Την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου στην εφημερίδα των Αθηνών «Σκριπ» στην πρώτη σελίδα ο συνάδελφός του ποιητής Σωτήρης Σκίππης έγραφε γι’ αυτόν υπό τον τίτλο: Ο ΩΡΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ «…η μοίρα που τον εμοίρανε να είναι εκλεκτός και ευγενικός του ετοίμασε τον ωραιότερον και ενδοξότερον των θανάτων. Σιωπηλός, μετριόφρων και πρόθυμος εβάδισεν προς αυτόν. Τον ανεζήτησε ματαίως και άλλοτε εις τας επαναστάσεις της Κρήτης όπου επολέμησεν ακάλεστος καθώς και εις την ιδίαν την Ήπειρον. Δεν είχε όμως έλθει η στιγμή. Έπρεπε να μας παρουσιασθεί ακόμη και ως πληρεξούσιος εις την Διπλήν Βουλήν και να τον θαυμάσωμεν και ως ρήτορα. Έπρεπε να τον γνωρίσωμεν και να τον αγαπήσωμεν. Διότι δεν υπάρχει κανείς ο οποίος τον εγνώρισε χωρίς να τον αγαπήση. Ήτο τόσον αριστοκράτης και τόσον άξιος της πλέον αυθορμήτου αγάπης.
Θα ήτο ίσως ασυμπλήρωτος η απελευθέρωσις της πατρίδος του Βηλαρά, του Ζαλοκώστα και του Κρυστάλλη, εάν ένας εκλεκτός ποιητής δεν έχυνε το αίμα του δι’ αυτήν. Η Ήπειρος την οποίαν ύμνησεν εις θαυμάσιον σονέττον δημοσιευμένο εις Αλεξανδρινόν περιοδικόν, η Ήπειρος που επότισε το πνεύμα του και την ψυχή του με τας ωραίας της παραδόσεις και την ένδοξον ιστορίαν της, δεν ημπορούσε παρά να τον δεχθή εις τας αγκάλας της, ως σύμβολον της ελευθερίας και της ομορφιάς. Επάνω εις τον τάφον του θα χαραχθώσι αύριον οι στίχοι τους οποίους συνέθεσε μόνος του, νοσταλγός των Ηλυσίων Πεδίων:
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
Την πίκρα της ζωής. Όντας βυθίση
Ο Γήλιος και το σούρουπο αρχινήση
Μην τους κλαις ο καημός σου όσος και νάνε.
Τέτοιαν ώρα οι νεκροί διψάν και πάνε
Στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
Και βούρκος το νεράκι θα μαυρίση
Αν στάξη γι’ αυτούς δάκρυ όθε αγαπάνε.
Και πίνοντας θολό νερό ξαναθυμούνται
Διαβαίνοντας λειβάδια από ασφοδίλι,
Πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται.
Αν δε μπορείς παρά να κλαίς το δείλι
Τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν
Θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Από την Κέρκυραν έστρεψε τα μάτια του και είδεν απέναντι την Ήπειρον. Έτρεξεν εις την φωνήν της. Εάν ο θάνατος είναι η χαραυγή μιας νέας ζωής όπως λέγη ο Βύρων, ο θάνατος του Μαβίλη είναι η χαραυγή μιας Δόξας- Δόξας διά την αναγεννημένην Ελλάδα.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ Λ. ΜΑΒΙΛΗ…
Ο Μαβίλης γεννήθηκε στο νησί του ομηρικού Οδυσσέα, στις 6 Σεπτεμβρίου του 1860, τέσσερα χρόνια πριν την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Ο παππούς ήταν Ισπανός στην καταγωγή και είχε έρθει ως πρόξενος της πατρίδας του στην Κέρκυρα όπου παντρεύτηκε Κερκυραία και εγκαταστάθηκε εκεί. Ο πατέρας του Παύλος υπήρξε πρόεδρος των δικαστηρίων της Ιόνιας Πολιτείας, ενώ η μητέρα του Ιωάννα Καποδίστρια- Σούφη ήταν ανιψιά του πρώτου κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και θεία του πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη.
Ο Λορέντζος στα γυμνασιακά του χρόνια φοίτησε στο εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» στην Κέρκυρα και είχε δάσκαλο τον ελληνιστή Ι. Ρωμανό. Η γνωριμία του με τον Ιάκωβο Πολυλά, λόγιο και βουλευτή, φίλο του Δ. Σολωμού και συνεχιστή του πνεύματός του, υπήρξε καθοριστική στην πνευματική του εξέλιξη. Από αυτόν θα μυηθεί στο έργο του Σολωμού, στην παγκόσμια λογοτεχνία, στην αγάπη για τη δημοτική γλώσσα και στην επιδίωξη της τελειότητας.
Αφού για ένα χρόνο παρακολουθήσει τα μαθήματα της Φιλοσοφικής στην Αθήνα, θα πάει στη Γερμανία όπου θα σπουδάσει φιλοσοφία, γλωσσολογία και σανσκριτική (αρχαία ινδική φιλοσοφία). Μιλάει άπταιστα ισπανικά, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά!
Στα 1890 με τη διατριβή του για το βυζαντινό χρονογράφο Σκυλίτση, θα αναγορευθεί διδάκτωρ φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Erlangen της Βαυαρίας.
Ο Μαβίλης όμως δεν είναι ο ποιητής και ο φιλόσοφος του γραφείου. Η Ελλάδα που ζει με τη μεγάλη ιδέα τον περιμένει. Φθάνει στην Κέρκυρα και δεν δέχεται καμία θέση από όσες του προσφέρονται για να μην παραβεί τις ηθικές του αρχές. «ό,τι κατορθώσω εις την ζωήν μου, θα το κατορθώσω μένοντας συνεπής, χωρίς ν’ απαρνηθώ ούτε μία πράξη, ούτε μία μόνο στιγμή της περασμένης μου ζωής, ή αλλιώς δεν θα κατορθώσω τίποτε», θα γράψει σε στενό του φίλο.
Στα 1896 ο ποιητής που ήταν πατριώτης όχι μόνο στα λόγια μα και στην πράξη, θα πάει εθελοντής στην Κρήτη μαζί με τον φίλο του Κ. Θεοτόκη και άλλους αξιωματικούς που άφησαν κρυφά τις θέσεις του στρατού, μα και με απλούς πολίτες. Την επόμενη χρονιά θα πολεμήσει στην Ήπειρο, όπου και τραυματίζεται.
Το 1910 θα εκλεγεί βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου στην αναθεωρητική Βουλή. Ιστορική θα μείνει η αγόρευσή του για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας κατά την συζήτηση του 107 άρθρου του συντάγματος: «Δεν υπάρχει γλώσσα χυδαία, μόνο χυδαίοι άνθρωποι», είπε! Και κατέληξε εκείνη η ομιλία του ως εξής: «Αφέτε κύριοι ελευθερίαν, μόνον ελευθερίαν ζητούμεν, εις τα διάφορα ρεύματα ιδεών. Εκ της συγκρούσεως αυτών θέλει γεννηθεί ο σπινθήρ, ο οποίος βαθμηδόν μεγενθυνόμενος θα είναι ο ποιητής της φυλής, ο συνενών εν εαυτώ πάσαν την θερμότητα και όλον το φως του παρελθόντος της φυλής. Και δι’ αυτής της θερμότητος και δι’ αυτού του φωτός θα καταυγάσει και θα θερμάνη την φυλήν εις τον δρόμον της προς τον πανύψιστον προορισμόν της».
Το έργο του Μαβίλη αποτελούμενο από ποιήματα, πεζά, μεταφράσεις, πολιτικές αγορεύσεις, γράμματα σε φίλους του, δείχνει ξεκάθαρα τον έξοχο χαρακτήρα του ανδρός και τις ιδέες που είχε για τον άνθρωπο, το έθνος, τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, την τέχνη και την ηθική. Ασυμβίβαστος, ανιδιοτελής, ιδεαλιστής, πορεύτηκε στη ζωή έχοντας ως πυξίδα την καρδιά του και στις καρδιές των ανθρώπων προσπάθησε να απευθυνθεί.
Ο Μιχ. Περάνθης σημειώνει σχετικά: «οι αρχές που εμόρφωσαν από παλιά το χαρακτήρα του Μαβίλη έμειναν ακλόνητες. Επάνω τους έσπασαν οι αντίθετες παρορμήσεις της ζωής, σ’ αυτές προσαρμόστηκαν όλες οι πράξεις που επετέλεσε. Και η ποιητική του διάθεση στις αυτές αρχές, τις προγενέστερες από την ποίησή του, αναγκάστηκε να υποταχθεί. Τέτοιος στη ζωή και την τέχνη του. Οι περισσότεροι άνθρωποι δέθηκαν στα νιάτα τους με μια ιδεολογία που τη λησμόνησαν στις πρακτικές ανάγκες της ζωής. Ο Μαβίλης της έμεινε πιστός ως το τέλος. Ο θάνατός του ήταν η ολοκλήρωση του ψυχικού του προορισμού, ίσως και το καλύτερο πατριωτικό του τραγούδι».
Το 1911 ο Μαβίλης γράφει στο φίλο του Σ. Θεοτόκη μεταξύ άλλων: «Έχεις δίκιο εις όσα μου γράφεις, μα η πολιτική του Βενιζέλου είναι εθνική, για τούτο πρέπει να παραβλέψουμε τις αδυναμίες ή τις ασυνέπειες που παρουσιάζει. Όσο για με, αποφάσισα να μην πολιτευθώ άλλο. Θα αποτραβηχθώ απ’ την πολιτική και θα περιμένω. Όταν σημάνει η σάλπιγγα θα πάω και εγώ να αφήσω τα ελεεινά μου κότζια σε μια ρεματιά της ονειρεμένης μας Ηπείρου». Και η σάλπιγγα δεν άργησε να σημάνει εθνικό προσκλητήριο… [Νίκος Βέντζης Καθηγητής Φυσικής Αγωγής, Πρωϊνός Λόγος]
ΕΛΛΑΣ
Είμαστε στα 1912 και οι Έλληνες προσπαθούν ενωμένοι να κάνουν τα εθνικά τους όνειρα πραγματικότητα. Ήδη το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας έχει ελευθερωθεί, το ίδιο και η Χίος, ενώ στο δυτικό μέτωπο οι μάχες μαίνονται άγριες και φονικές για την απελευθέρωση της θρυλικής πρωτεύουσας της Ηπείρου.
Ήταν 26 του Νοέμβρη, όταν το ελληνικό εθελοντικό σώμα υπό την αρχηγία του Αλέξανδρου Ρώμα κατέλαβε το Δρίσκο, ανατολικά της πόλης των Γιαννίνων, απωθώντας τους Τούρκους μέχρι τις ανατολικές όχθες της λίμνης. Μαζί με τους ερυθροχίτωνες Γαριβαλδινούς, τους Κρήτες, τους Μανιάτες και το συνταγματάρχη Ματθαιόπουλο με την πυροβολαρχία του, βρίσκεται και ο Ιθακήσιος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, εθελοντής με το βαθμό του λοχαγού παρά τα 53 του χρόνια!
Σαν σήμερα, πριν 98 χρόνια, στις 28 Νοεμβρίου οι Τούρκοι εξαπολύουν σφοδρή επίθεση κατά των Ελλήνων που κατέχουν το ύψωμα του Δρίσκου. Ο Μαβίλης μάχεται ηρωικά στην πρώτη γραμμή επικεφαλής των στρατιωτών του που αποδεκατίζονται από τα εχθρικά βόλια…
Κάποια στιγμή μια σφαίρα του τρυπά τα δυο του μάγουλα σπάζοντάς του και αρκετά δόντια. Και ενώ αιμόφυρτος μεταφέρεται στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής που λειτουργούσε το προσωρινό νοσοκομείο για να του παρασχεθούν οι όποιες βοήθειες, μια άλλη σφαίρα τον βρίσκει στο στόμα. Κείνη την ώρα έφτανε στο χειρουργείο και ο αρχηγός, ο Αλέξανδρος Ρώμας. «Σε συγχαίρω απ’ την καρδιά μου», του είπε και κείνος επιστρατεύοντας τις στερνές του δυνάμεις στάθηκε όρθιος και έπιασε το χέρι του αρχηγού. Το αίμα που έτρεχε στο λαιμό του πάγωνε και του δυσκόλευε την αναπνοή. Μη μπορώντας να μιλήσει με νοήματα τους ζήτησε χαρτί για να γράψει, αλλά δεν πρόφτασε… Ο παπά Φώτης του κλείνει τα μάτια και ο μόνος παρών εκείνη τη στιγμή στρατιωτικός, ο Πιπίνος Γαριβάλδης στέκεται προσοχή και τον χαιρετάει, ενώ οι άλλοι που βρίσκονται εκεί σταυροκοπιούνται… ο Μαβίλης είναι πλέον νεκρός στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής ξαπλωμένος σκεπασμένος με τον ματωμένο μανδύα του… Έχει ήδη περάσει στην αιωνιότητα έχοντας κερδίσει τρία αθάνατα δώρα: Ένδοξο θάνατο, αθανασία και ελευθερία. Όπως επιθυμούσε…
Την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου στην εφημερίδα των Αθηνών «Σκριπ» στην πρώτη σελίδα ο συνάδελφός του ποιητής Σωτήρης Σκίππης έγραφε γι’ αυτόν υπό τον τίτλο: Ο ΩΡΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ «…η μοίρα που τον εμοίρανε να είναι εκλεκτός και ευγενικός του ετοίμασε τον ωραιότερον και ενδοξότερον των θανάτων. Σιωπηλός, μετριόφρων και πρόθυμος εβάδισεν προς αυτόν. Τον ανεζήτησε ματαίως και άλλοτε εις τας επαναστάσεις της Κρήτης όπου επολέμησεν ακάλεστος καθώς και εις την ιδίαν την Ήπειρον. Δεν είχε όμως έλθει η στιγμή. Έπρεπε να μας παρουσιασθεί ακόμη και ως πληρεξούσιος εις την Διπλήν Βουλήν και να τον θαυμάσωμεν και ως ρήτορα. Έπρεπε να τον γνωρίσωμεν και να τον αγαπήσωμεν. Διότι δεν υπάρχει κανείς ο οποίος τον εγνώρισε χωρίς να τον αγαπήση. Ήτο τόσον αριστοκράτης και τόσον άξιος της πλέον αυθορμήτου αγάπης.
Θα ήτο ίσως ασυμπλήρωτος η απελευθέρωσις της πατρίδος του Βηλαρά, του Ζαλοκώστα και του Κρυστάλλη, εάν ένας εκλεκτός ποιητής δεν έχυνε το αίμα του δι’ αυτήν. Η Ήπειρος την οποίαν ύμνησεν εις θαυμάσιον σονέττον δημοσιευμένο εις Αλεξανδρινόν περιοδικόν, η Ήπειρος που επότισε το πνεύμα του και την ψυχή του με τας ωραίας της παραδόσεις και την ένδοξον ιστορίαν της, δεν ημπορούσε παρά να τον δεχθή εις τας αγκάλας της, ως σύμβολον της ελευθερίας και της ομορφιάς. Επάνω εις τον τάφον του θα χαραχθώσι αύριον οι στίχοι τους οποίους συνέθεσε μόνος του, νοσταλγός των Ηλυσίων Πεδίων:
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
Την πίκρα της ζωής. Όντας βυθίση
Ο Γήλιος και το σούρουπο αρχινήση
Μην τους κλαις ο καημός σου όσος και νάνε.
Τέτοιαν ώρα οι νεκροί διψάν και πάνε
Στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
Και βούρκος το νεράκι θα μαυρίση
Αν στάξη γι’ αυτούς δάκρυ όθε αγαπάνε.
Και πίνοντας θολό νερό ξαναθυμούνται
Διαβαίνοντας λειβάδια από ασφοδίλι,
Πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται.
Αν δε μπορείς παρά να κλαίς το δείλι
Τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν
Θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Από την Κέρκυραν έστρεψε τα μάτια του και είδεν απέναντι την Ήπειρον. Έτρεξεν εις την φωνήν της. Εάν ο θάνατος είναι η χαραυγή μιας νέας ζωής όπως λέγη ο Βύρων, ο θάνατος του Μαβίλη είναι η χαραυγή μιας Δόξας- Δόξας διά την αναγεννημένην Ελλάδα.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ Λ. ΜΑΒΙΛΗ…
Ο Μαβίλης γεννήθηκε στο νησί του ομηρικού Οδυσσέα, στις 6 Σεπτεμβρίου του 1860, τέσσερα χρόνια πριν την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Ο παππούς ήταν Ισπανός στην καταγωγή και είχε έρθει ως πρόξενος της πατρίδας του στην Κέρκυρα όπου παντρεύτηκε Κερκυραία και εγκαταστάθηκε εκεί. Ο πατέρας του Παύλος υπήρξε πρόεδρος των δικαστηρίων της Ιόνιας Πολιτείας, ενώ η μητέρα του Ιωάννα Καποδίστρια- Σούφη ήταν ανιψιά του πρώτου κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και θεία του πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη.
Ο Λορέντζος στα γυμνασιακά του χρόνια φοίτησε στο εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» στην Κέρκυρα και είχε δάσκαλο τον ελληνιστή Ι. Ρωμανό. Η γνωριμία του με τον Ιάκωβο Πολυλά, λόγιο και βουλευτή, φίλο του Δ. Σολωμού και συνεχιστή του πνεύματός του, υπήρξε καθοριστική στην πνευματική του εξέλιξη. Από αυτόν θα μυηθεί στο έργο του Σολωμού, στην παγκόσμια λογοτεχνία, στην αγάπη για τη δημοτική γλώσσα και στην επιδίωξη της τελειότητας.
Αφού για ένα χρόνο παρακολουθήσει τα μαθήματα της Φιλοσοφικής στην Αθήνα, θα πάει στη Γερμανία όπου θα σπουδάσει φιλοσοφία, γλωσσολογία και σανσκριτική (αρχαία ινδική φιλοσοφία). Μιλάει άπταιστα ισπανικά, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά!
Στα 1890 με τη διατριβή του για το βυζαντινό χρονογράφο Σκυλίτση, θα αναγορευθεί διδάκτωρ φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Erlangen της Βαυαρίας.
Ο Μαβίλης όμως δεν είναι ο ποιητής και ο φιλόσοφος του γραφείου. Η Ελλάδα που ζει με τη μεγάλη ιδέα τον περιμένει. Φθάνει στην Κέρκυρα και δεν δέχεται καμία θέση από όσες του προσφέρονται για να μην παραβεί τις ηθικές του αρχές. «ό,τι κατορθώσω εις την ζωήν μου, θα το κατορθώσω μένοντας συνεπής, χωρίς ν’ απαρνηθώ ούτε μία πράξη, ούτε μία μόνο στιγμή της περασμένης μου ζωής, ή αλλιώς δεν θα κατορθώσω τίποτε», θα γράψει σε στενό του φίλο.
Στα 1896 ο ποιητής που ήταν πατριώτης όχι μόνο στα λόγια μα και στην πράξη, θα πάει εθελοντής στην Κρήτη μαζί με τον φίλο του Κ. Θεοτόκη και άλλους αξιωματικούς που άφησαν κρυφά τις θέσεις του στρατού, μα και με απλούς πολίτες. Την επόμενη χρονιά θα πολεμήσει στην Ήπειρο, όπου και τραυματίζεται.
Το 1910 θα εκλεγεί βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου στην αναθεωρητική Βουλή. Ιστορική θα μείνει η αγόρευσή του για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας κατά την συζήτηση του 107 άρθρου του συντάγματος: «Δεν υπάρχει γλώσσα χυδαία, μόνο χυδαίοι άνθρωποι», είπε! Και κατέληξε εκείνη η ομιλία του ως εξής: «Αφέτε κύριοι ελευθερίαν, μόνον ελευθερίαν ζητούμεν, εις τα διάφορα ρεύματα ιδεών. Εκ της συγκρούσεως αυτών θέλει γεννηθεί ο σπινθήρ, ο οποίος βαθμηδόν μεγενθυνόμενος θα είναι ο ποιητής της φυλής, ο συνενών εν εαυτώ πάσαν την θερμότητα και όλον το φως του παρελθόντος της φυλής. Και δι’ αυτής της θερμότητος και δι’ αυτού του φωτός θα καταυγάσει και θα θερμάνη την φυλήν εις τον δρόμον της προς τον πανύψιστον προορισμόν της».
Το έργο του Μαβίλη αποτελούμενο από ποιήματα, πεζά, μεταφράσεις, πολιτικές αγορεύσεις, γράμματα σε φίλους του, δείχνει ξεκάθαρα τον έξοχο χαρακτήρα του ανδρός και τις ιδέες που είχε για τον άνθρωπο, το έθνος, τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, την τέχνη και την ηθική. Ασυμβίβαστος, ανιδιοτελής, ιδεαλιστής, πορεύτηκε στη ζωή έχοντας ως πυξίδα την καρδιά του και στις καρδιές των ανθρώπων προσπάθησε να απευθυνθεί.
Ο Μιχ. Περάνθης σημειώνει σχετικά: «οι αρχές που εμόρφωσαν από παλιά το χαρακτήρα του Μαβίλη έμειναν ακλόνητες. Επάνω τους έσπασαν οι αντίθετες παρορμήσεις της ζωής, σ’ αυτές προσαρμόστηκαν όλες οι πράξεις που επετέλεσε. Και η ποιητική του διάθεση στις αυτές αρχές, τις προγενέστερες από την ποίησή του, αναγκάστηκε να υποταχθεί. Τέτοιος στη ζωή και την τέχνη του. Οι περισσότεροι άνθρωποι δέθηκαν στα νιάτα τους με μια ιδεολογία που τη λησμόνησαν στις πρακτικές ανάγκες της ζωής. Ο Μαβίλης της έμεινε πιστός ως το τέλος. Ο θάνατός του ήταν η ολοκλήρωση του ψυχικού του προορισμού, ίσως και το καλύτερο πατριωτικό του τραγούδι».
Το 1911 ο Μαβίλης γράφει στο φίλο του Σ. Θεοτόκη μεταξύ άλλων: «Έχεις δίκιο εις όσα μου γράφεις, μα η πολιτική του Βενιζέλου είναι εθνική, για τούτο πρέπει να παραβλέψουμε τις αδυναμίες ή τις ασυνέπειες που παρουσιάζει. Όσο για με, αποφάσισα να μην πολιτευθώ άλλο. Θα αποτραβηχθώ απ’ την πολιτική και θα περιμένω. Όταν σημάνει η σάλπιγγα θα πάω και εγώ να αφήσω τα ελεεινά μου κότζια σε μια ρεματιά της ονειρεμένης μας Ηπείρου». Και η σάλπιγγα δεν άργησε να σημάνει εθνικό προσκλητήριο… [Νίκος Βέντζης Καθηγητής Φυσικής Αγωγής, Πρωϊνός Λόγος]
Διαβάστε επίσης
ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣΕΛΛΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου